Επισκεφτείτε και προβληθείτε στον Επαγγελματικό Οδηγό Μελών μας

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Ευχές


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ
2011 χρόνια τώρα.

Πάσχα ἱερὸν ἡμῖν σήμερον ἀναδέδεικται, Πάσχα καινόν, Ἅγιον, Πάσχα μυστικόν, Πάσχα πανσεβάσμιον, Πάσχα Χριστὸς ὁ λυτρωτής, Πάσχα ἄμωμον, Πάσχα μέγα, Πάσχα τῶν πιστῶν, Πάσχα, τὸ πύλας ἡμῖν τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν, Πάσχα, πάντας ἁγιάζον πιστούς.
 

Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα, καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.

Πάσχα τὸ τερπνόν, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα, Πάσχα πανσεβάσμιον ἡμῖν ἀνέτειλε, Πάσχα, ἐν χαρᾷ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα, ὦ Πάσχα λύτρον λύπης· καὶ γὰρ ἐκ τάφου σήμερον ὥσπερ ἐκ παστοῦ, ἐκλάμψας Χριστός, τὰ Γύναια χαρᾶς ἔπλησε λέγων· Κηρύξατε Ἀποστόλοις.

Ὡς ἐκλείπει καπνός, ἐκλιπέτωσαν, ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός.

Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει, καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν ἀδελφοί, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς· Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει, καὶ οὕτω βοήσωμεν· Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος.


Αυτό,ας το θυμόμαστε πάντα:
ΟΠΩΣ ΛΙΩΝΕΙ ΤΟ ΚΕΡΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΕΤΑΙ Ο ΚΑΠΝΟΣ,
ΕΤΣΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ ΚΑΙ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ 
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Η οδός του Μαρτυρίου Του.





Ἡ ὁδὸς τοῦ Μαρτυρίου, ἡ ὁδὸς τοῦ πόνου, ὁ δρόμος, τὸν ὁποῖον ἠκολούθησε ὁ Κύριος «ἄρων τὸν Σταυρὸν του» ἐρχόμενος πρὸς τὸ ἑκούσιον πάθος. Εἰς αὐτὸν τὸν δρόμον κλίνει γόνυ ἡ ἀνθρωπότης. Πάντα ἔνοχη. Ἀκαταμαχήτως ὅμως λυγισμένη, τρυφερὴ ἐμπρὸς τοῦ μαρτυρίου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
1) Στάσις-Πραιτώριον
Ὁ Ἰησοῦς καταδικάζεται εἰς θάνατον. Οἱ Ἑλληνορθόδοξοι ξεκινοῦν τὴν πορεία τους από τὴν μονὴν τοῦ Πραιτωρίου, ἐνῶ οἱ Λατίνοι ἀπὸ τὴν αὐλὴν τοῦ κολεγίου τοῦ Ὀμάρ.
2) Στάσις –Πραιτώριον
Ὁ Ἰησοῦς παραλαμβάνει τὸν Σταυρόν Του.
3) Στάσις-Γωνία μὲ τὴν Ὁδὸν Ἒλ Οὐὰντ
Ἔχουμε διὰ πρώτην φορὰν τὴν πτῶσιν τοῦ Ἰησοῦ ὑπὸ τοῦ βάρους τοῦ Σταυροῦ.
4) Στάσις-Ἀρμένικον καθολικὸν παρεκκλήσιον
Ὁ Ἰησοῦς συναντᾶ τὴν μητέρα Του. Ἀνάγλυφος παράστασις αὐτῆς τῆς συναντήσεως ἀπεικονίζεται ἐπάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδον αὐτῆς τῆς καθολικῆς μικρᾶς ἐκκλησίας τῶν Ἀρμενίων.
5) Στάσις-Ἡ οἰκία τοῦ Σίμωνος τοῦ Κυρηναίου
Ἡ οἰκία τοῦ Σίμωνος τοῦ Κυρηναίου, πατρός τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ρούφου, τὸν ὁποῖον ἀγγάρεψαν νὰ σηκώσῃ τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ παράδοσις ἀναφέρει ὅτι εἰς τὸν τοῖχον εἰς ἕνα λίθον ἔχει ἀπομείνει τὸ ἀχνάρι τῆς παλάμης του, σὰν ἔπεσε ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ Σταυροῦ. 
6) Στάσις- Ἡ οἰκία τῆς Ἁγίας Βερονίκης
Ἐνταῦθα ἡ Ἁγία Βερονίκη ἐσκούπισε τὸ ἱδρωμένον, τὸ ματωμένον πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ κι εὐθὺς ἀπετυπώθη ἡ θεανδρικὴ μορφή Του εἰς τὸ Ἱερὸν Μανδήλιον.
7) Στάσις –Ἡ Πύλη τῆς καταδίκης-Λατινικὸν παρεκκλήσιον
Εἰς τὴν Πύλην τῆς καταδίκης, λείψανον ἴσως τῶν ἀρχαίων τειχῶν τῆς Ἱερουσαλήμ, συμφώνως πρὸς μεσαιωνικὴν παράδοσιν, ἔπεσε διὰ δευτέραν φορὰν ὁ Χριστὸς ὑπὸ τοῦ βάρους τοῦ Σταυροῦ.
8) Στάσις-Παρηγορεῖ τὰς κοπέλας τῆς Ἱερουσαλήμ.
Στραφεὶς δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε
“θυγατέρες Ἱερουσαλὴμ μὴ κλαίετε ἐπ’ ἐμὲ
πλὴν ἐφ’ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν.
Ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσι.
Μακάριοι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι, αἳ οὐκ ἐγέννησαν,
καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν..” (Λούκ.κγ΄28-30)
9) Στάσις-Ἡ τρίτη πτῶσις τοῦ Ἰησοῦ. Συμφώνως πρὸς μεσαιωνικὴν παράδοσιν, συνέβη πλησίον τῆς εἰσόδου τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως
10) Στάσις- Ἀνατολικῶς τῆς Ἁγίας Αὐλῆς -Παρεκκλήσιον Ἀρμενίων καὶ Σύρων
Ὁ Ἰησοῦς ἀπογυμνώνεται διὰ νὰ ἀρχίσῃ ἡ διαδικασία τῆς σταυρικῆς ποινῆς καὶ θανατώσεώς Του
11) Στάσις- Γολγοθᾶς - Παρεκκλήσιον Λατίνων
Ὁ Ἰησοῦς προσηλώνεται εἰς τὸν Σταυρὸν
12) Στάσις – Γολγοθᾶς - Ἑλληνορθόδοξον Παρεκκλήσιον
Ὁ τόπος τῆς Σταυρώσεως καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Λυτρωτοῦ
13) Στάσις- Ἁγία Ἀποκαθήλωσις. Ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν κατέβασε ἀπὸ τὸν Σταυρὸν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀφοῦ τὸ ἔλουσαν μὲ ἀρώματα, τὰ ὁποῖα εἶχε φέρει ὁ Νικόδημος, τὸ ἔδεσαν μὲ λινὰς λουρίδας καὶ τὸ ἑτοίμασαν διὰ τὴν ταφήν.
14) Στάσις-Ὁ Πανάγιος Τάφος. Ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ἐνεταφίασαν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ καινούργιον μνῆμα τοῦ Ἰωσήφ, τὸ ὁποῖον ἦτο λαξευμένον εἰς τὸν βράχον καὶ εὑρίσκετο πλησίον του μέρους, εἰς τὸ ὁποῖον ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς. 
© 2007 – 2011 jerusalem-patriarchate.info
Ἐπιτρέπεται ἡ χρήση, διάθεση καὶ ἀναπαραγωγὴ τοῦ ὑλικοῦ τοῦ ἱστοχώρου γιὰ μὴ ἐμπορικοὺς
σκοπούς, μὲ μοναδικὴ προϋπόθεση τὴν ἀναφορὰ στὴν πηγὴ: jerusalem-patriarchate.info

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Ευχετήρια κάρτα

Το Δ.Σ. του Συλλόγου σας στέλνει τις ευχές του.

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Γιατί λέμε.....

Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί ήταν άφταστοι στο να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες.
Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν. 
Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. 
Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ. 
Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. 
Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. 
Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. 
Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. 
Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό.
Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή… ψύλλους! 
Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. 
Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι. 





Αλά μπουρνέζικα
Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα).
Είναι όμως δύο. Όπως το «αλά γαλλικά».
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει.
Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.



Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Την λίμνη των Ιωαννίνων ανέκαθεν τη δούλευαν οι ψαράδες της περιοχής για τα νόστιμα ψάρια της (σήμερα τα πιο πολλά χρήματα τούς τα δίνουν οι βάτραχοι της λίμνης, γιατί τους εξάγουν στο εξωτερικό).
Στην εποχή, όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλή Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλή Πασά.
Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλή τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει. 
Ένας γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλή Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σήμερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε είτε την ακόρεστη πείνα, είτε τον ανεκπλήρωτο πόθο, το απλησίαστο. 


Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους…φούρνους τους. 
Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι «το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του.
Είναι γνωστό και το ανέκδοτο του Κολοκοτρώνη με τον Άγγλο φιλέλληνα Κνόου. 
Ο τελευταίος, που μιλούσε αρκετά καλά τη γλώσσα μας και θαύμαζε το Γέρο για την τόλμη και την εξυπνάδα του, τον ρώτησε κάποτε, αν το χωριό που γεννήθηκε ήταν μεγάλο.
- Όχι και τόσο, αποκρίθηκε ο Κολοκοτρώνης.
Δεν πιστεύω να έχει παραπάνω από εκατό φούρνους…
Ο Άγγλος, που δεν ήξερε ότι με το «φούρνος» εννοούσε «σπίτι», τον κοίταξε ξαφνιασμένος.
- Και δεν είσαι ευχαριστημένος, στρατηγέ; τον ρώτησε. 
Εμένα το δικό μου χωριό δεν έχει περισσότερους από δυο φούρνους!
- Βρε τον κακομοίρη! είπε τότε ο Κολοκοτρώνης.
Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά; 
Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν:
«Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε», εννοώντας ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι του γκρέμιζε, χανόταν.
Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση «Κάποιος φούρνος γκρέμισε», ή «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε» που τη λέμε σήμερα, άγνωστο γιατί, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.


Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: 
Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος.
Έπινε όμως και πολύ.
Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. 
Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού.
Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες.
Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. 
Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. 
Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά.
Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. 
Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. 
Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
- Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.
Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί».
 
 
Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει.
Βρήκε, λοιπόν έναν συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει.
Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει.  Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ότι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά.  
Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα.
Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. 
Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα.
Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: 
«Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος».
Αυτή είναι μια από τις επικρατέστερες εκδοχές, απ’ την οποία έμεινε η φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», που την λέμε σήμερα, όταν κάποιος βγαίνει αλώβητος από μια δοκιμασία, μια δύσκολη περιπέτεια, ένα μπλέξιμο. 
Λέμε επίσης και «τον έβγαλε ασπροπρόσωπο», εννοώντας πως κάποιος δικαιώνει κάποιον άλλον που πίστεψε σ’ αυτόν.
 
 
Οι φόροι πριν από τον 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. 
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους φόρους, υπήρξε και ένας τον οποίον πλήρωνα όσοι είχαν μακρυά…μαλλιά!
Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων.
Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών.
Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς=υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως “raya”) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».
Από τον τελευταίο αυτόν φόρο, έμεινε παροιμιώδης η φράση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», την οποία λέμε σήμερα για κάτι που πληρώνουμε πολύ ακριβά.
 
 
συνεχίζεται......

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Για όσους είναι γεννηµένοι µεταξύ 1945-1985

H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραµε να επιßιώσουµε.
Ήµαστε µια γενιά σε αναµονή: περάσαµε την παιδική µας ηλικία περιµένοντας. Έπρεπε να περιµένουµε δύο ώρες µετά το φαγητό πριν κολυµπήσουµε, δύο ώρες µεσηµεριανό ύπνο για να ξεκουραστούµε και τις Κυριακές έπρεπε να µείνουµε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουµε.
Ακόµα και οι πόνοι περνούσαν µε την αναµονή.



Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους.
Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά..
Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε οτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα.
Οι κούνιες ήταν φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες.
 
 
Ακόµα και τα παιχνίδια µας ήταν  ßίαια. Περνάγαµε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια  αυτοκίνητα για να κάνουµε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια  κατηφόρα και µόνο τότε ανακαλύπταµε ότι είχαµε ξεχάσει  να ßάλουµε φρένα.
Παίζαµε «µακριά γαϊδούρα» και κανείς µας  δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση..

Βγαίναµε από το σπίτι τρέχοντας  το πρωί, παίζαµε όλη τη µέρα και δεν γυρνούσαµε στο σπίτι παρά  µόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόµους.
Κανείς δεν  µπορούσε να µάς ßρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαµε τα  κόκκαλα και τα δόντια µας και δεν υπήρχε κανένας νόµος για να  τιµωρήσει τους «υπεύθυνους»
Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαµε  πόλεµο µε πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι  συνηθισµένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν µε λίγο ιώδιο ή  µερικά ράµµατα.. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά µόνο ο εαυτός σου.
Είχαµε καυγάδες και κάναµε καζούρα ο  ένας στον άλλος και µάθαµε να το ξεπερνάµε.

 
Τρώγαµε γλυκά και πίναµε αναψυκτικά, αλλά δεν ήµασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από  εµάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόµασταν  µπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας µας  δεν έπαθε τίποτα. Καµιά φορά κολλάγαµε ψείρες στο σχολείο και  οι µητέρες µας το αντιµετώπιζαν πλένοντάς µας το κεφάλι µε ζεστό  ξύδι..

Δεν είχαµε Playstations, Nintendo 64, 99  τηλεοπτικά κανάλια, ßιντεοταινίες µε ήχο surround,  υπολογιστές ή Ιnternet. Εµείς είχαµε φίλους.. Κανονίζαµε να ßγούµε  µαζί τους και ßγαίναµε. Καµιά φορά δεν κανονίζαµε τίποτα, απλά ßγαίναµε στο δρόµο και εκεί συναντιόµασταν για να παίξουµε  κυνηγητό, κρυφτό, αµπάριζα.... µέχρι εκεί
έφτανε η τεχνολογία. 
Περνούσαµε  τη µέρα µας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναµε παιχνίδια  µόνοι µας από ξύλα. Χάσαµε χιλιάδες µπάλες ποδοσφαίρου.  
Πίναµε νερό κατευθείαν από τη ßρύση, όχι εµφιαλωµένο, και  κάποιοι έßαζαν τα χείλη τους πάνω στη ßρύση. Κυνηγούσαµε  σαύρες και πουλιά µε αεροßόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήµασταν  ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να µας επιßλέπουν.


Πηγαίναµε µε το ποδήλατο ή περπατώντας µέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαµε από την πόρτα. Φανταστείτε το!
Χωρίς να ζητήσουµε άδεια από τους γονείς µας, ολοµόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσµο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραµε;
 
Κάναµε διακοπές τρεις µήνες τα καλοκαίρια και περνούσαµε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέµα µε δείκτη προστασίας 30 και χωρίς µαθήµατα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ..
Φτιάχναµε όµως φανταστικά κάστρα στην άµµο και ψαρεύαµε µε ένα αγκίστρι και µια πετονιά.
Ρίχναµε τα κορίτσια κυνηγώντας τα και όχι πιάνοντας κουßέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ; ) : D : P

Είχαµε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και µέσα από όλα αυτά µάθαµε και ωριµάσαµε.

Αν εσύ είσαι από τους  «παλιούς»... συγχαρητήρια! Είχες  την τύχη να µεγαλώσεις σαν  παιδί...

Αγνώστου ταυτότητας µέχρι  στιγµής.
Τον/την ευχαριστούµε για το ταξίδι...
Άς το διαβάσουν κι αυτοί που είναι  ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΔΙΑ...